περισκηνώ

περισκηνώ
(I)
-άω ή -έω, Α
στήνω σκηνές γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκηνῶ (< σκηνή].
————————
(II)
-όω Α
σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκηνῶ /-όω «στήνω σκηνή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”